κακοείμων

κακοείμων
κακοείμων
ill-clad
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κακοείμων — κακοείμων, ον (Α) ρακένδυτος, κακοντυμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + είμων (< εἷμα «ένδυμα»), πρβλ. αβρο είμων, πολυ είμων] …   Dictionary of Greek

  • κακοείμονας — κακοείμων ill clad masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακοείμονος — κακοείμων ill clad gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • είμα — εἷμα, το (Α) 1. ένδυμα, ιμάτιο 2. στρωσίδι, σκέπασμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < *Fεσ μα, με σίγηση τού σ και αντέκταση τού προηγούμενου βραχέος φωνήεντος. Το θ. Fεσ απαντά στο έννυμι*. Η λ. είμα, τής οποίας πιο εύχρηστος είναι ο πληθ. είματα, αντιστοιχεί… …   Dictionary of Greek

  • κακοειμονία — κακοειμονία, ἡ (Α) [κακοείμων] το να είναι κάποιος άσχημα ντυμένος, το κακό ντύσιμο …   Dictionary of Greek

  • λιναγερτουμένη — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἐνημμένη λινά, κακοείμων, λινεργοῡσα». [ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + πιθ. ἀγερτός < ἀγείρω «συλλέγω, μαζεύω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”